- ἐρινύων
- Ἐρινύςthe Erinysgen plἘρινύςthe Erinysfem gen plἐρινύωpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐρινύων — Ἐρινύς the Erinys fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek
ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… … Dictionary of Greek
ηλιθιώνη — ἠλιθιώνη, ἡ (Α) [ηλιθιώ] επιγρ. (επίθ. τών Ερινύων) αυτή που επιφέρει διατάραξη τού νου, σύγχυση φρενών … Dictionary of Greek
μαινάδα — η (AM μαινάς, Μ και μαινάδα) στον πληθ. οι μαινάδες ονομασία κατώτερων θεαινών που κατά τη μυθολογία ήταν συνοδοί τού Διονύσου νεοελλ. 1. γυναίκα κακιά και άσχημη, στρίγγλα 2. ζωολ. είδος καβουριού μσν. αρχ. 1. ως επίθ. μανιακή, τρελή 2. πόρνη… … Dictionary of Greek
μελέαγρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα και της Αλθαίας. Αναφέρεται ως ήρωας και σπουδαίος κυνηγός, ο οποίος σκότωσε τον φοβερό κάπρο που κατέστρεφε τους αγρούς της Καλυδώνας· ο κάπρος είχε σταλεί… … Dictionary of Greek
μεταδρομή — μεταδρομή, ἡ (Α) 1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.) 2. αλλαγή πορείας 3. τρέξιμο πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρομή (πρβλ. ἔ δραμ ον, αόρ. β τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, επι δρομή] … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… … Dictionary of Greek